Το σπήλαιο των Λιμνών στα Καλάβρυτα. Πως ανακαλύφθηκε


Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα των Καλαβρύτων, προσελκύοντας μεγάλο αριθμό επισκεπτών.
Αξιόλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ανακαλύφθηκε το σπήλαιο, το 1964, γιατί δεν έγινε από κάποια ομάδα επιστημόνων, αλλά μετά από την επιμονή ενός κατοίκου της κοινότητας Καστριών, του κ. Βασίλη Τεμπέλη. 

Τον Μάιο 1964, ξεκίνησε έρευνες για ανεύρεση μετάλλων και έφτασε στην περιοχή του σπηλαίου. Μπήκε μέσα στη σπηλιά και προχώρησε με έναν προβολέα σε βάθος 70 μέτρων, όπου βρήκε λάσπες και νερά. Όμως, επειδή δεν είχε κατάλληλο φωτισμό αποφάσισε να φύγει για να επιστρέψει αργότερα. 

Βγαίνοντας έξω συνάντησε έναν συγχωριανό του, τον κ. Δημήτρη Παντούλια και με μια λάμπα πετρελαίου επέστρεψαν στη σπηλιά. Εκεί άναψαν φωτιά και έτσι φάνηκε όλο το ύψος, που στο σημείο εκείνο είναι περίπου 25 μέτρα. Φάνηκε λοιπόν ότι ψηλότερα από τον καταρράκτη υπήρχε συνέχεια και σκέφτηκαν να φέρουν σκάλα για να ανέβουν. 

Όταν επέστρεψε στο χωριό και περιέγραψε σε συγχωριανούς του τα όσα είχε δει, άρχισαν όλοι να γελάνε. Ορισμένοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να τον αποκαλούν «τρελό». Απευθύνθηκε στον τότε πρόεδρο της κοινότητας Χρήστο Γεωργακόπουλο, ο οποίος έπειτα από πολλές αντιρρήσεις δέχθηκε να μπουν στη σπηλιά, προς το τέλος Οκτωβρίου 1964, αλλά δεν κατάφεραν να ανέβουν, αφού η ξύλινη σκάλα δεν έφτανε στο ύψος του καταρράκτη, που ήταν εννέα μέτρα. Τελικά, την Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 1964, αφού εξασφάλισαν δύο σκάλες, ο Βασίλης Τεμπέλης ανέβηκε στον καταρράκτη, συνοδευόμενος από τον εξάδελφο του Παναγιώτη Γκλαβά, ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν κάτω, κρατώντας τις σκάλες, τις οποίες είχαν ενώσει.

Έμεινε έκθαμβος
Στην αρχή προχώρησε σε ανώμαλο έδαφος και μετά βγήκε σε μία πελώρια αίθουσα, όπου είδε μπροστά του ένα πραγματικό μεγαλείο, ένα αριστούργημα, το οποίο τον μαγνήτισε. Ήταν κάτι το ασυνήθιστο και τόσο ωραίο που δεν μπορούσε να το φανταστεί και να το συνειδητοποιήσει άνθρωπος όταν το πρωτοδεί. Συνέχισε μέσα από φράγματα και άλλα πρωτόγνωρα σε μέρη, τα οποία άστραφταν από ομορφιά. Όταν είδε τη λίμνη, τα έχασε. Κάθισε λίγο και τη χάζεψε και αφού είδε πως ήταν αδύνατο να περάσει απέναντι, αναγκάστηκε να επιστρέψει. Είχε μείνει μέσα περισσότερο από μία ώρα. Οι υπόλοιποι που τον περίμεναν κάτω είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Όταν τους διηγήθηκε τι υπήρχε εκεί μέσα, δεν τον πίστεψε κανένας.


Η πρώτη πιο επίσημη εξερεύνηση του σπηλαίου, του οποίου το μήκος ανέρχεται σε 1.980 μ. έγινε το 1965, από ομάδα του Ορειβατικού Συλλόγου Αθηνών. Η φήμη του σπηλαίου ξεπέρασε τα όρια των Καστριών και σύντομα έφθασε στην περιοχή κλιμάκιο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, με την αείμνηστη σπηλαιολόγο Άννα Πετρόχελου, η οποία ολοκλήρωσε τις έρευνες και τη χαρτογράφηση του σπηλαίου. Η αξιοποίηση του ιδιόρρυθμου σπηλαίου, που χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθεί, οφείλεται στις διαρκείς ενέργειες των Καστριωτών και στη συνδρομή αρκετών φορέων, και κυρίως όμως του EOT, που ανέλαβε τη χρηματοδότηση των έργων. Το αξιοποιημένο τμήμα του σπηλαίου ανέρχεται σε 500 μέτρα, βρίσκεται σε υψόμετρο 827 μέτρων, κοντά στο χωριό Καστριά της Αχαΐας και απέχει 17 χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα και 9 χλμ. από την Κλειτορία.


Πηγή:periergaa.blogspot.com